- λιθοτριβικός
- λῐθο-τρῐβικός, ή, όν,A of or for stone-polishing: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of so polishing, Lys.Fr.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθοτριβικός — λιθοτριβικός, ή, όν (Α) 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στη στίλβωση λίθων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοτριβική η τέχνη τής στίλβωσης λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + τριβικός (< τρίβης < τρίβω)] … Dictionary of Greek
λιθοτριβικῆς — λιθοτριβικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοτριβική — λιθοτριβικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοτριβικήν — λιθοτριβικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek